-
1 Λῆσος
Λῆσος· ὁ ἐν τῷ ῥάχει τοῦ σκορπίου λαμπρὸς ἀστήρ, Hsch.
См. также в других словарях:
Λήσος — Λῆσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τῷ ῥάχει τοῦ σκορπίου λαμπρὸς ἀστήρ» … Dictionary of Greek
1 Λῆσος
Λήσος — Λῆσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τῷ ῥάχει τοῦ σκορπίου λαμπρὸς ἀστήρ» … Dictionary of Greek